Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

"ΘΕΟΓΟΝΙΑ ΗΣΙΟΔΟΥ - ΠΡΟΟΙΜΙΟ (ΣΤΙΧΟΙ 1-115)"

Η θεογονία του Ησιόδου, ένα από τα αρχαιότερα κείμενα της ελληνικής ιστορίας-θεολογίας σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, είναι ένα κείμενο που του ενέπνευσαν οι Ελικωνιάδες Μούσες, κόρες του Δία, δίνοντας του ταυτόχρονα την εντολή για το τι πρέπει να πει και ποιον να υμνήσει. Η κοσμογονία ή θεογονία του Ησιόδου ήταν τόσο σημαντικό έργο σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Πολιτεία) ώστε γράφει για αυτό :
" Τα έργα πάλι του Κρόνου και όσα έπαθε από τον γιο του (Δία), έστω και αν ήταν αληθινά, νομίζω πως δεν έπρεπε να λέγονται έτσι στους νέους, αλλά μάλιστα να αποσιωπούνται. Κι αν είναι ανάγκη να ειπωθούν, να τα ακούν με μυστικότητα όσο δυνατόν λιγότεροι…" 


Συνοπτικά η θεογονία του Ησίοδου θεωρεί ως πρώτο στοιχείο το Χάος, από όπου προκύπτουν η Γαία, ο Έρως, το Έρεβος και η Νύχτα και έπονται εκατοντάδες τέκνα και οι Ολύμπιοι Θεοί. Το Χάος είναι το αδρανές στοιχείο, η Γαία η έκφραση της γονιμότητας του κόσμου του επιστητού και των φυσικών φαινομένων- η ύλη η θηλυκή ενέργεια, ο Έρως είναι το δυναμικό στοιχείο, η ελκτική δύναμη που ενώνει τα στοιχεία της ύλης και τα ωθεί στην δημιουργία. Από την Γαία, με παρθενογένεση, προέκυψαν ο Ουρανός, τα "Όρη", η "Θάλασσα"(Πόντος)  και ο "Τυφών" από την ένωση της Γαίας και του Ουρανού γεννώνται, μεταξύ άλλων, ο Κρόνος και η Ρέα και εξ αυτών ο Δίας, η Δήμητρα (Γη μήτηρ) και τρία ακόμη αδέλφια.


Νεοελληνικό κείμενο:

Από  τις Ελικωνιάδες Μούσες το τραγούδι ας αρχίσουμε,που του Ελικώνα το βουνό κατέχουν, το μεγάλο και πανίερο,κι από την κρήνη γύρω τη μενεξεδιά με πόδια απαλάχορεύουν και το βωμό του παντοδύναμου του γιου του Κρόνου.Κι αφού το τρυφερό τους σώμα λούσουν στην πηγήτου Περμησσού ή του Αλόγου ή του πανίερου Ολμειού,στήνουν χορούς στο πιο ψηλό σημείο του Ελικώνα,ωραίους, θελκτικούς, ζωηρά κινώντας με τα πόδια τους.Αποδώ πέρα ορμούνε με πολύ ομίχλη καλυμμένες             10και προχωρούνε μες στη νύχτα κι αφήνουνε περικαλλή φωνή,το Δία υμνώντας που βαστά αιγίδα και τη σεβάσμια Ήρα,την Αργίτισσα, που πάνω σε πέδιλα χρυσά πατά,και του αιγιδοφόρου Δία την κόρη, την Αθηνά την αστραπόματη,τον Φοίβο Απόλλωνα, την Άρτεμη που χύνει βέλη,τον Ποσειδώνα που τη γη κυκλώνει και σείει,τη σεβαστή τη Θέμιδα, την Αφροδίτη με το γοργό το βλέμμα,τη χρυσοστέφανη Ήβη, την ωραία Διώνη,τη Λητώ και τον Ιαπετό, το δολοπλόκο Κρόνο,την Αυγή, το μέγα Ήλιο και τη λαμπρή Σελήνη,                  20τη Γαία, τον Ωκεανό το μέγα και τη μαύρη Νύχτακαι των υπόλοιπων αθάνατων θεών το ιερό το γένος των αιώνιων.Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,καθώς τ᾽ αρνιά του ποίμαινε απ᾽ τον πανίερο Ελικώνα κάτω.Τούτα τα λόγια πρώτα απ᾽ όλα μού είπανε οι θεές,οι Ολυμπιάδες Μούσες, κόρες του Δία που βαστά αιγίδα:«Ποιμένες της υπαίθρου, κακές ντροπές, στομάχια σκέτα,γνωρίζουμε να λέμε ψέματα πολλά, με την πραγματικότητα όμοια,μα ξέρουμε, σαν θέλουμε, να ψάλλουμε κι αλήθειες».Έτσι είπαν του μεγάλου Δία οι κόρες με τον τέλειο λόγο                   30και μου ᾽δωσαν σκήπτρο, κόβοντας δάφνης πολύβλαστης κλωνί,θαυμάσιο. Θεόπνευστη φωνή φύσηξαν μέσα μου,για να υμνώ όσα στο μέλλον θα συμβούν κι όσα στο παρελθόν γινήκανε.Και με προέτρεψαν να υμνώ των μακαρίων θεών το γένος των αιώνιωνκι αυτές τις ίδιες πρώτα κι ύστατα πάντοτε να ψάλλω.Μα τί το όφελος να λέω αυτά για τη βαλανιδιά ή για την πέτρα;Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούνκαι τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών                    40γλυκιά απ᾽ το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνοη φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπουκαι των αθάνατων τα δώματα. Κι αυτές αθάνατη αφήνουνε φωνήκαι πρώτα των σεβαστών θεών το γένος υμνούν με το τραγούδι τους,απ᾽ την αρχή, αυτό που γέννησε η Γη κι ο Ουρανός ο ευρύς,μα κι όσους θεούς, χορηγούς των αγαθών, από αυτούς γεννήθηκαν.Ύστερα πάλι υμνούν το Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα,[καθώς αρχίζουν, μα κι όταν τελειώνουν το τραγούδι τους οι θεές,]πόσο καλύτερος είναι απ᾽ τους θεούς και μέγιστος στη δύναμή του.                          50Ύστερα πάλι των ανθρώπων τη γενιά υμνούν μα και των δυνατών Γιγάντωνκαι τέρπουνε του Δία το νου μέσα στον Όλυμπο,οι Ολυμπιάδες Μούσες, του αιγιδοφόρου Δία οι κόρες.
Αυτές η Μνημοσύνη, που διαφεντεύει του Ελευθήρα τα υψώματα,σαν έσμιξε με το γιο του Κρόνου, τον πατέρα, στην Πιερία γέννησελησμονιά απ᾽ τις συμφορές κι ανάπαυση απ᾽ τις έγνοιες.Εννιά μαζί της νύχτες έσμιγε ο συνετός ο Δίας,μακριά από τους αθανάτους, στην ιερή ανεβαίνοντας την κλίνη της.Μα όταν συμπληρώθηκε ο καιρός κι έκαναν κύκλο οι εποχέςμε των μηνών το σβήσιμο, και μέρες συμπληρώθηκαν πολλές,                      60γέννησε αυτή κόρες εννιά, ομόνοες, που μες στα στήθια τουςτις νοιάζει το τραγούδι, κι έχουνε ξέγνοιαστη ψυχήλίγο πιο κάτω απ᾽ την ακρότατη κορφή του χιονισμένου Ολύμπου.Κι έχουνε χοροστάσι εκεί λαμπρό και δώματα ωραίακαι δίπλα τους οι Χάριτες κι ο Ίμερος σπίτι έχουνστις ευωχίες μέσα. Και τραγουδούν, φωνή απ᾽ το στόμα αφήνουνεεράσμια, και υμνούν των αθανάτων όλων τις συνήθειεςκαι τ᾽ αγαθά τα ήθη, ευφρόσυνη βγάζοντας φωνή.Τότε πορεύθηκαν στον Όλυμπο με το τραγούδι τους το αθάνατοκι αγαλλιάζανε με την ωραία τους φωνή. Κι αντιλαλούσε με τον ύμνο τους ολόγυρα                       70η μαύρη γη κι εράσμιος χτύπος απ᾽ τα πόδια τους σηκώνονταν,καθώς πορεύονταν προς τον πατέρα τους. Εκείνος είναι βασιλιάς στον ουρανό,γιατί κατέχει ο ίδιος τη βροντή και τον πυρώδη κεραυνό,αφού τον Κρόνο, τον πατέρα του, νίκησε στη δύναμη. Κι όλους ωραίατους νόμους διευθέτησε για τους αθανάτους κι όρισε προνόμια.Αυτά οι Μούσες έψελναν που στα Ολύμπια κατοικούνε δώματα,οι εννέα κόρες που γεννήθηκαν απ᾽ το μεγάλο Δία,η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη,η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Ουρανία, η Πολύμνια,κι η Καλλιόπη: αυτή η εξοχότατη απ᾽ όλες είναι.                      80Γιατί αυτή τους σεβαστούς τους βασιλιάδες συνοδεύει. Όποιον απ᾽ τους θεόθρεφτους τους βασιλείς προσέξουν σαν γεννιέταικαι τον τιμήσουνε του Δία του μεγάλου οι κόρες,γλυκιά δροσιά τού χύνουνε στη γλώσσα του επάνωκαι ρέουνε μειλίχια τα λόγια του απ᾽ το στόμα. Κι όλος ο κόσμοςστρέφει το βλέμμα του σ᾽ αυτόν και κρίνει τις διαφορέςμε δίκαιη κρίση. Αυτός σαν αγορεύει αλάθηταγοργά κι επισταμένα καταπαύει ακόμη και φιλονικία μεγάλη:γι᾽ αυτό υπάρχουνε οι βασιλείς οι εχέφρονες, για να προσφέρουνεστην αγορά με ευκολία στον κόσμο που αδικείται εκδίκηση,                      90αφού τον κατευνάσουν με λόγια μαλακά.Αυτός στη σύναξη σαν έρχεται τον εξευμενίζουν σαν θεόμε σεβασμό μειλίχιο κι ανάμεσα στους μαζεμένους διαπρέπει.Τέτοιο το ιερό δώρο των Μουσών για τους ανθρώπους είναι.Γιατί απ᾽ τις Μούσες κι απ᾽ τον Απόλλωνα που μακριά τοξεύειγίνονται οι τραγουδιστές και οι κιθαριστές πάνω στη γη,από το Δία όμως οι βασιλιάδες. Μακάριος αυτός που αγαπούν οι Μούσες.Γλυκιά απ᾽ το στόμα του κυλά η φωνή.Ακόμη κι αν κανείς έχει ένα πένθος στην ψυχή που τώρα δα πληγώθηκεκαι με θλιμμένη την καρδιά μαραίνεται, μόλις ο αοιδός,                     100ο υπηρέτης των Μουσών, τη δόξα των παλιών υμνήσει ανθρώπωνκαι τους μακάριους που τον Όλυμπο κατέχουνε θεούς,αμέσως εκείνος λησμονεί τις θλίψεις του κι ούτε καθόλου τις έγνοιες τουθυμάται. Γοργά τον μεταβάλλουνε των θεαινών τα δώρα.Του Δία τέκνα χαίρετε και θελκτικό τραγούδι δώστε.Το ιερό υμνείτε των αθανάτων γένος των αιώνιωνπου από τη Γη γεννήθηκαν κι από τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα,από τη ζοφερή τη Νύχτα, κι όσους μεγάλωσε ο αλμυρός ο Πόντος.Πέστε πώς έγιναν στην αρχή οι θεοί και η γηκαι οι ποταμοί κι ο πόντος ο απέραντος που ορμάει με το κύμα,                      110τ᾽ άστρα που λάμπουν κι ο πλατύς ο ουρανός επάνω.[Κι όσοι απ᾽ αυτούς θεοί, των αγαθών οι χορηγοί, γεννήθηκαν.]Και πώς μοιράστηκαν τα πλούτη τους και τ᾽ αξιώματα χωρίσανε.Αλλά και πώς πήραν στην αρχή τον Όλυμπο με τα πολλά φαράγγια.Αυτά πέστε μου Μούσες που κατοικείτε τα Ολύμπια δώματα,απ᾽ την αρχή, και πέστε ποιό απ᾽ αυτά έγινε πρώτο
Αρχαίο κείμενο: 
          Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ᾽ ἀείδειν,
αἵ θ᾽ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε,
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ᾽ ἁπαλοῖσιν
ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος
· 
                                καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο
ἠ᾽ Ἵππου κρήνης ἠ᾽ Ὀλμειοῦ ζαθέοιο
ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο,
καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.
ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι
        πολλῷ                      ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,
ὑμνεῦσαι Δία τ᾽ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην
Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,
κούρην τ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην
Φοῖβόν τ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν 



                      ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον
καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ᾽ Ἀφροδίτην
Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην
Λητώ τ᾽ Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην
Ἠῶ τ᾽ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε 
Σελήνην 
                             Γαῖάν τ᾽ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν
ἄλλων τ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.
       αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὕπο ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον 
ἔειπον, 
                            Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο·       «ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽ εὖτ᾽ ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι.»
        ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι,       



                      καί μοι σκῆπτρον ἔδον δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι, θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί μ᾽ ἐκέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν 
ἀείδειν.
                    ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρὶ
ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,
εἴρουσαι τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
φωνῇ ὁμηρεῦσαι, τῶν δ᾽ ἀκάματος ῥέει 
αὐδὴ
                             ἐκ στομάτων ἡδεῖα· γελᾷ δέ τε δώματα πατρὸς
Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ
σκιδναμένῃ, ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου
δώματά τ᾽ ἀθανάτων· αἱ δ᾽ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι
θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν 
ἀοιδῇ
    
                          ἐξ ἀρχῆς, οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν,
οἵ τ᾽ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων·
δεύτερον αὖτε Ζῆνα θεῶν πατέρ᾽ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
[ἀρχόμεναί θ᾽ ὑμνεῦσι θεαὶ † λήγουσαί τ᾽ ἀοιδῆς,]
ὅσσον φέρτατός ἐστι θεῶν κάρτει τε 
μέγιστος· 
                               αὖτις δ᾽ ἀνθρώπων τε γένος κρατερῶν τε         Γιγάντων ὑμνεῦσαι τέρπουσι Διὸς νόον ἐντὸς Ὀλύμπου        Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο
       τὰς ἐν Πιερίῃ Κρονίδῃ τέκε πατρὶ μιγεῖσα
Μνημοσύνη, γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος 
μεδέουσα, 
                                 λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων.
ἐννέα γάρ οἱ νύκτας ἐμίσγετο μητίετα Ζεὺς
νόσφιν ἀπ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν λέχος εἰσαναβαίνων·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾽ ἔτραπον ὧραι
μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾽ ἤματα πόλλ᾽ 
ἐτελέσθη,
                                 ἡ δ᾽ ἔτεκ᾽ ἐννέα κούρας, ὁμόφρονας, ᾗσιν ἀοιδὴ
μέμβλεται ἐν στήθεσσιν, ἀκηδέα θυμὸν ἐχούσαις,
τυτθὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς νιφόεντος Ὀλύμπου
        ἔνθά σφιν λιπαροί τε χοροὶ καὶ δώματα καλά,
πὰρ δ᾽ αὐτῇς Χάριτές τε καὶ Ἵμερος 
οἰκί᾽ ἔχουσιν
                                   ἐν θαλίῃς· ἐρατὴν δὲ διὰ στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι
μέλπονται, πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ
ἀθανάτων κλείουσιν, ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι.
αἳ τότ᾽ ἴσαν πρὸς Ὄλυμπον, ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ,
ἀμβροσίῃ μολπῇ· περὶ δ᾽ ἴαχε γαῖα μέλαιν 
       α                          ὑμνεύσαις, ἐρατὸς δὲ ποδῶν ὕπο δοῦπος ὀρώρει
νισομένων πατέρ᾽ εἰς ὅν· ὁ δ᾽ οὐρανῷ ἐμβασιλεύει,
αὐτὸς ἔχων βροντὴν ἠδ᾽ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
κάρτει νικήσας πατέρα Κρόνον· εὖ δὲ ἕκαστα
ἀθανάτοις διέταξε νόμους καὶ ἐπέφραδε 
τιμάς.
                               ταῦτ᾽ ἄρα  Μούσαι ἄειδον Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι,
ἐννέα θυγατέρες μεγάλου Διὸς ἐκγεγαυῖαι,
Κλειώ τ᾽ Εὐτέρπη τε Θάλειά τε Μελπομένη τε
Τερψιχόρη τ᾽ Ἐρατώ τε Πολύμνιά τ᾽ Οὐρανίη τε
Καλλιόπη θ᾽· ἡ δὲ προφερεστάτη ἐστὶν 
ἁπασέων.
                                ἡ γὰρ καὶ βασιλεῦσιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.
ὅντινα τιμήσουσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο
γεινόμενόν τε ἴδωσι διοτρεφέων βασιλήων,
τῷ μὲν ἐπὶ γλώσσῃ γλυκερὴν χείουσιν ἐέρσην,
τοῦ δ᾽ ἔπε᾽ ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα· οἱ 
δέ νυ λαοὶ
                                 πάντες ἐι αυτὸν ὁρῶσι διακρίνοντα θέμιστας
ἰθείῃσι δίκῃσιν· ὁ δ᾽ ἀσφαλέως ἀγορεύων
αἶψά τι καὶ μέγα νεῖκος ἐπισταμένως κατέπαυσε·
τούνεκα γὰρ βασιλῆες ἐχέφρονες, οὕνεκα λαοῖς
βλαπτομένοις ἀγορῆφι μετάτροπα ἔργα 
τελεῦσι
                                   ῥηιδίως, μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν·
ἐρχόμενον δ᾽ ἀν᾽ ἀγῶνα θεὸν ὣς ἱλάσκονται
αἰδοῖ μειλιχίῃ, μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισι.
τοίη Μουσάων ἱερὴ δόσις ἀνθρώποισιν.
ἐκ γάρ τοι Μουσέων καὶ ἑκηβόλου 
Ἀπόλλωνος 
                                     ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί,       
ἐκ δὲ Διὸς βασιλῆες· ὁ δ᾽ ὄλβιος, ὅντινα Μοῦσαι
φίλωνται· γλυκερή οἱ ἀπὸ στόματος ῥέει αὐδή.
εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων νεοκηδέι θυμῷ
ἄζηται κραδίην ἀκαχήμενος, αὐτὰρ 
ἀοιδὸς 
                                    Μουσάων θεράπων κλεῖα προτέρων ἀνθρώπων
ὑμνήσει μάκαράς τε θεοὺς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
αἶψ᾽ ὅ γε δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται οὐδέ τι κηδέων
μέμνηται· ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα θεάων.
χαίρετε 
       τέκνα Διός, δότε δ᾽ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν·                                    κλείετε δ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων,
οἳ Γῆς ἐξεγένοντο καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
Νυκτός τε δνοφερῆς, οὕς θ᾽ ἁλμυρὸς ἔτρεφε Πόντος.
εἴπατε δ᾽ ὡς τὰ πρῶτα θεοὶ καὶ γαῖα γένοντο
καὶ ποταμοὶ καὶ πόντος ἀπείριτος οἴδματι  
θυίων 
                                     ἄστρά τε λαμπετόωντα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν·
[οἵ τ᾽ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων·]
ὥς τ᾽ ἄφενος δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο,
ἠδὲ καὶ ὡς τὰ πρῶτα πολύπτυχον ἔσχον Ὄλυμπον.
ταῦτά μοι ἔσπετε Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι
                                    
          εξ ἀρχῆς, καὶ εἴπαθ᾽, ὅτι πρῶτον γένετ᾽ αὐτῶν.                                                            


Πηγή: greek-language.gr